αντισυνταγματικός
Grec
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | αντισυνταγματικός | αντισυνταγματική | αντισυνταγματικό | |||
génitif | αντισυνταγματικού | αντισυνταγματικής | αντισυνταγματικού | |||
accusatif | αντισυνταγματικό | αντισυνταγματική | αντισυνταγματικό | |||
vocatif | αντισυνταγματικέ | αντισυνταγματική | αντισυνταγματικό | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | αντισυνταγματικοί | αντισυνταγματικές | αντισυνταγματικά | |||
génitif | αντισυνταγματικών | αντισυνταγματικών | αντισυνταγματικών | |||
accusatif | αντισυνταγματικούς | αντισυνταγματικές | αντισυνταγματικά | |||
vocatif | αντισυνταγματικοί | αντισυνταγματικές | αντισυνταγματικά |
αντισυνταγματικός (andisindagmatikós) \an.di.sin.daɣ.ma.ti.ˈkɔs\
Antonymes
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.