αυθεντικός

Voir aussi : αὐθεντικός

Grec

Étymologie

Du grec ancien αὐθεντικός, authentikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif αυθεντικός αυθεντική αυθεντικό
génitif αυθεντικού αυθεντικής αυθεντικού
accusatif αυθεντικό αυθεντική αυθεντικό
vocatif αυθεντικέ αυθεντική αυθεντικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif αυθεντικοί αυθεντικές αυθεντικά
génitif αυθεντικών αυθεντικών αυθεντικών
accusatif αυθεντικούς αυθεντικές αυθεντικά
vocatif αυθεντικοί αυθεντικές αυθεντικά

αυθεντικός (afthendikós) \af.θɛ.ndi.ˈkɔs\

  1. Authentique.
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.