διάδοχος
Grec
Étymologie
- Du grec ancien διάδοχος, diádokhos.
Adjectif
cas | singulier | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | διάδοχος | διάδοχη | διάδοχο | |||
génitif | διάδοχου | διάδοχης | διάδοχου | |||
accusatif | διάδοχο | διάδοχη | διάδοχο | |||
vocatif | διάδοχε | διάδοχη | διάδοχο | |||
cas | pluriel | |||||
masculin | féminin | neutre | ||||
nominatif | διάδοχοι | διάδοχες | διάδοχα | |||
génitif | διάδοχων | διάδοχων | διάδοχων | |||
accusatif | διάδοχους | διάδοχες | διάδοχα | |||
vocatif | διάδοχοι | διάδοχες | διάδοχα |
διάδοχος (dhiádhokhos) \ði.ˈa.ðɔ.xɔs\
- Qui succède.
- Μετά την πολιτική κρίση όλοι αναρωτιούνται για το ποια θα είναι η διάδοχη κατάσταση.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | διάδοχος | οι | διάδοχοι |
Génitif | του | διαδόχου | των | διαδόχων |
Accusatif | το(ν) | διάδοχο | τους | διαδόχους |
Vocatif | διάδοχε | διάδοχοι |
διάδοχος (dhiádhokhos) \ði.ˈa.ðɔ.xɔs\ masculin
- Successeur.
- Héritier.
- ο διάδοχος του θρόνου δολοφονήθηκε από έναν στασιαστή, ο οποίος βασίλεψε για ένα μόλις μήνα προτού ανατραπεί από το εξεγερμένο πλήθος
- Le prince héritier, etc.
- ο διάδοχος του θρόνου δολοφονήθηκε από έναν στασιαστή, ο οποίος βασίλεψε για ένα μόλις μήνα προτού ανατραπεί από το εξεγερμένο πλήθος
Grec ancien
Étymologie
- Déverbal de διαδέχομαι, diadékhomai (« succéder »).
Adjectif
διάδοχος, diádokhos \Prononciation ?\ masculin
- Successeur, suivant.
- διάδοχος κακῶν κακοῖς
- un mal suivant un autre.
- διάδοχος κακῶν κακοῖς
- Relai.
- διάδοχοι ἐφοίτων
- travaillant sans relâche, en se relayant.
- διάδοχοι ἐφοίτων
Dérivés
- διαδοχικός
Références
- « διάδοχος », dans Henry George Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek-English Lexicon, 1889 → consulter cet ouvrage
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.