ιταλικός

Grec

Étymologie

Mot dérivé de Ιταλός, Italós  Italien ») avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ιταλικός ιταλική ιταλικό
génitif ιταλικού ιταλικής ιταλικού
accusatif ιταλικό ιταλική ιταλικό
vocatif ιταλικέ ιταλική ιταλικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ιταλικοί ιταλικές ιταλικά
génitif ιταλικών ιταλικών ιταλικών
accusatif ιταλικούς ιταλικές ιταλικά
vocatif ιταλικοί ιταλικές ιταλικά

ιταλικός \i.ta.li.ˈkɔs\

  1. Italien.

Dérivés

Références

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ιταλικός)
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.