πόλη
Grec
Étymologie
- Du grec ancien πόλις.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | πόλη | οι | πόλεις |
Génitif | της | πόλης πόλεως |
των | πόλεων |
Accusatif | τη(ν) | πόλη | τις | πόλεις |
Vocatif | πόλη | πόλεις |
πόλη (póli) \ˈpɔ.li\ féminin
Dérivés
- πολιτεία
- πολίτευμα
- πολίτης
- πολιτικός
- πολιτική
- πόλισμα
- Αλεξανδρούπολη
- Κωνσταντινούπολη
- Μεγαλόπολη
- μεγαλούπολη
- μητρόπολη
- πανεπιστημιούπολη
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.