σεισμός
Grec
Étymologie
- Du grec ancien σεισμός, seismós.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | σεισμός | οι | σεισμοί |
Génitif | του | σεισμού | των | σεισμών |
Accusatif | το(ν) | σεισμό | τους | σεισμούς |
Vocatif | σεισμέ | σεισμοί |
σεισμός (sismós) \si.ˈzmɔs\ masculin
- Tremblement de terre.
- Οι κάτοικοι της πόλης βγήκαν αναστωμένοι από τα σπίτια τους, όταν σημειώθηκε ο ισχυρός σεισμός των 7,4 Ρίχτερ.
- Les habitants de la ville sont sortis très inquiets de chez eux, lors du puissant tremblement de terre de 7,4 degrés sur l'échelle de Richter.
- Οι κάτοικοι της πόλης βγήκαν αναστωμένοι από τα σπίτια τους, όταν σημειώθηκε ο ισχυρός σεισμός των 7,4 Ρίχτερ.
Dérivés
- σεισμικός
- σεισμικότητα
- σεισμογένεση
- σεισμογενής
- σεισμογόνος
- σεισμόγραμμα
- σεισμογράφημα
- σεισμογραφία
- σεισμογράφος
- σεισμολογία
- σεισμολόγος
- σεισμομετρία
- σεισμομετρικός
- σεισμόμετρο
- σεισμοπαθής
- σεισμόπληκτος
Grec ancien
Étymologie
- Du verbe σείω seíô ("je secoue").
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | ὁ | σεισμός | οἱ | σεισμοί | τὼ | σεισμώ |
Vocatif | σεισμέ | σεισμοί | σεισμώ | |||
Accusatif | τὸν | σεισμόν | τοὺς | σεισμούς | τὼ | σεισμώ |
Génitif | τοῦ | σεισμοῦ | τῶν | σεισμῶν | τοῖν | σεισμοῖν |
Datif | τῷ | σεισμῷ | τοῖς | σεισμοῖς | τοῖν | σεισμοῖν |
σεισμός, -οῦ (ὁ) [seismós] \seː.ˈsmos\ masculin
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.