χιόνι
Grec
Étymologie
- De la koinè χιόνιον khiónion, diminutif du grec ancien χιών, khiốn.
Nom commun
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | χιόνι | τα | χιόνια |
Génitif | του | χιονιού | των | χιονιών |
Accusatif | το | χιόνι | τα | χιόνια |
Vocatif | χιόνι | χιόνια |
χιόνι (khióni) \ˈçɔ.ni\ neutre
- (Météorologie) Neige.
Dérivés
- χιονάκι
- χιονάτος
- χιονένιος
- χιονιάς
- χιονίζει
- χιονισμένος
- χιονιστής
- χιονίστρα
- χιονοειδής
- χιονώδης
- εκχιονίζω
- εκχιονισμός
- εκχιονιστήρας
- εκχιονιστικός
- χιονάνθρωπος
- χιονοβολή
- χιονοβόλημα
- χιονοβόλος
- χιονοβροχή
- χιονόβροχο
- χιονοδρομία
- χιονοδρομικός
- χιονοδρόμιο
- χιονοδρόμος
- χιονοθύελλα
- χιονόλευκος
- χιονόμαλλος
- χιονομετρία
- χιονομετρικός
- χιονόμετρο
- χιονόμπαλα
- χιονόνερο
- χιονονιφάδα
- χιονοπέδιλο
- χιονοπόλεμος
- χιονόπτωση
- χιονοσκεπασμένος
- χιονοσκεπής
- χιονοστεφής
- χιονοστιβάδα
- χιονοστρόβιλος
- χιονόσφαιρα
- Χιονάτη
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons - Attribution - Partage dans les Mêmes. Des conditions supplémentaires peuvent s'appliquer aux fichiers multimédias.